βροντώδη άλατα — Σειρά μεταλλικών αλάτων του βροντώδους οξέος (HON=C). Είναι γενικά εκρηκτικά σώματα (αποσυντίθενται απότομα με θέρμανση ή κρούση) και χρησιμοποιούνται ως εναύσματα σε ισχυρά εκρηκτικά. Από τα άλατα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο… … Dictionary of Greek
βριήπυος — βριήπυος, ον (Α) αυτός που φωνάζει με βροντώδη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρι (πρβλ. βρίθω) + ηπύω «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
βροντολαλώ — 1. παράγω βροντώδη ήχο, αντηχώ 2. τραγουδώ με δυνατή φωνή … Dictionary of Greek
βροντοφωνάζω — 1. βγάζω βροντώδη φωνή, μιλάω βροντερά 2. διακηρύσσω κάτι με όλη τη δύναμη της φωνής μου, αποφασιστικά και με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + φωνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στους Δ. Νικολάου και Χρ. Γρήγορα] … Dictionary of Greek
εριγδουπώ — ἐριγδουπῶ, έω (Α) [ερίγδουπος] κτυπώ με θόρυβο, προκαλώ βροντώδη κρότο … Dictionary of Greek
καταψοφώ — καταψοφῶ, έω (Α) 1. γεμίζω κάτι με θόρυβο, κάνω κάτι να αντηχήσει από θορύβους («φιλήματι καταψοφοῡσι τὰς ἐκκλησίας», Κλήμ.) 2. κάνω μεγάλο θόρυβο, δημιουργώ βροντώδη κρότο («θεὸς καταψοφεῑ βρονταῑς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφῶ «αντηχώ … Dictionary of Greek
κροτικός — ή, ό [κρότος] 1. αυτός που μπορεί να παραγάγει ήχο, αυτός που κάνει κρότο 2. χημ. φρ. «κροτικό οξύ» άλλη ονομασία τού βροντώδους οξέος, τού οποίου τα άλατα ονομάζονται και βροντώδη άλατα («κροτικός υδράργυρος» βροντώδης υδράργυρος) … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek